lamogio1
Το κακόσημο επίθετο λαμόγιο λέγεται βασικά για κάποιον που υποκρίνεται τον αγοραστή προκειμένου να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας,κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη αποκαλείται λαμογιά.
Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόλιε ή με «γεϊσμό» λα μόγιε και σημαίνει γυναίκα, σύζυγος).
Το ιστορικό της προελεύσεως έχει ως εξής:
τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε προσποιούμενος το φοβισμένο «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας. Από εκεί βγήκε η έκφραση «την  έκανε λαμόγιο», δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του).
Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, το πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο μόγια που σημαίνει λαδιά, απάτη, πονηριά, εξαπάτηση. Το άρθρο la προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.